κριθίδιον

κριθίδιον
κριθίδιον (Α) [κριθή]
(υποκορ. τού κριθή)
1. ζωμός από βρασμένο κριθάρι
2. (στον πληθ. τὰ κριθίδια
λίγο κριθάρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κριθίδιον — decoction of barley neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριθιδίοις — κριθίδιον decoction of barley neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριθιδίων — κριθίδιον decoction of barley neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριθίδια — κριθίδιον decoction of barley neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριθή — ή (AM κριθή, ή, Α επικ. τ. και κρῑ, τὸ) 1. φυτό δημητριακό, εδώδιμο, βιομηχανικό και κτηνοτροφικό, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών αγρωστωδών, το κριθάρι 2. ο καρπός τού φυτού αυτού («οἴνω δ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ… …   Dictionary of Greek

  • κριθιδία — η ζωολ. 1. γένος ζωομαστιγοφόρων πρωτοζώων τής τάξης κινητοπλαστίδια, το οποίο αποτελεί παράσιτο τών ασπονδύλων και ζει κυρίως στο έντερο τών αρθροπόδων 2. μαστιγοφόρος μορφή τής λεϊσμανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. crithidia <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”